- θερμοπυρηνικός
- -ή, -ό1. που αναφέρεται σε πυρηνικές αντιδράσεις μεταξύ ελαφρών στοιχείων οι οποίες πραγματοποιούνται με τη χρήση πολύ υψηλών θερμοκρασιών.2. φρ., «θερμοπυρηνική βόμβα» ή «βόμβα υδρογόνου» ή «βόμβα Η», τύπος πυρηνικού βλήματος που προκαλεί, με την επίτευξη πολύ υψηλών θερμοκρασιών, έκλυση τεράστιων ποσών ενέργειας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.